- παπυροφάγος
- -ον, Ααυτός που τρώγει ρίζες τού φυτού πάπυρος («ἐπεὶ παπυροφάγοι οἱ Αἰγύπτιοι», Σχόλ. στον Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπυρος + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παπυροφάγοι — παπυροφάγος eating the root of papyrus masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek